λέως

λέως
λέως or [full] λείως, [dialect] Ion. Adv.
A entirely, wholly, at all,

λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον Archil.112

, cf. Hp. ap. Erot.et Gal.19.118:—elsewh. only found in the compds. [full] λεωργός (q.v.); [full] λεω-κόνητος, [suff] λεχ-κόνιτος, or [suff] λεχ-κόρητος, utterly destroyed, Theognost.Can.9, Hsch., Phot.: [full] λεώλεθρος, [full] λεώλης, ες, utterly destroyed, Hsch. (also [full] λειώλης, q.v., cf.

λιωλεθρία Hsch.

): [full] λεωπάτητος [ᾰ], ον, v.l. for λακπάτητος, S.Ant. 1275.—The Gramm. expl. it as shortd. for τελέως, A.D.Pron.58.12, Erot.l.c. (ubi λίως codd.), Gal.l.c. (ubi male λεῶς), EM560.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λέως — entirely ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέως — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Αττικής και από αυτόν πήρε την ονομασία της η Λεωντίς φυλή μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φώτιου και της Σούδας, ήταν γιος του Ορφέα και είχε τρεις κόρες, τη Φασιθέα… …   Dictionary of Greek

  • Λεώς — Λεώ̆ς , Λεώς men masc acc pl (attic epic ionic) Λεώ̆ς , Λεώς men masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεώς — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Αττικής και από αυτόν πήρε την ονομασία της η Λεωντίς φυλή μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φώτιου και της Σούδας, ήταν γιος του Ορφέα και είχε τρεις κόρες, τη Φασιθέα… …   Dictionary of Greek

  • Λεῴς — Λεῴ̆ς , Λεώς men masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῷς — λεάζω to be smooth fut opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεώς — λαός men masc acc pl (doric ionic) λαός men masc nom/voc/acc pl (attic) λαός men masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεῶν — Λεώς men masc gen pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • λεώδης — (I) λεώδης, ῶδες (Α) [λεώς] δημώδης, κοινός. (II) λεώδης, ῶδες (Α) αυτός που λιθοβολείται, λιθόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λέως (< λᾶας «λίθος»), πρβλ. κραταί λεως] …   Dictionary of Greek

  • Ipotane — In Greek mythology, Ipotanes were a race of half horse, half humans, unlike the satyrs, who were half goat. [ [http://www.pantheon.org/articles/s/sileni.html Encyclopedia Mythica Sileni] Greek woodland gods or spirits, closely connected to the… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”